LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἥσσων"
- ἥσσων, ἧσσον, γεν. -ονος, Αττ. ἥττων, Ιων. ἕσσων, συγκρ. του κακός ή του μικρός (αλλά σχηματισμένο από το ἦκα, ήσυχα, απαλά, επομένως ο αρχικός τύπος ήταν ἡκίων, με υπερθ. ἥκιστος). I. 1. με γεν. προσ., λιγότερος, κατώτερος, ασθενέστερος, λιγότερο γενναίος, σε Όμηρ. κ.λπ.· με απαρέμφ., ἕσσων θεῖν, όχι τόσο καλός στο τρέξιμο, σε Ηρόδ.· οὐδενὸς ἥσσωνγνῶναι, ανώτερος από όλους στην κρίση, σε Θουκ. 2. απόλ., λέγεται για την πιο αδύναμη πλευρά· ἥσσους γενέσθαι, ισοδύναμο του ἡττηθῆναι, στον ίδ.· τὰ τῶν ἡττόνων, η περιουσία των ηττηθέντων, σε Ξεν.· λέγεται επίσης για πράγματα, τὸν ἥττω λόγον κρείττω ποιεῖν, «κάνοντας να φανεί ο χειρότερος λόγος σαν ο καλύτερος», σε Πλάτ. II. με γεν. πράγμ., υποκύπτοντας σε κάτι, γίνομαι υπόδουλος σε κάτι· ἔρωτος, σε Σοφ.· κέρδους, σε Αριστοφ. κ.λπ.· γενικά, υποτασσόμενος σε κάτι, ανίκανος ως προς την αντίσταση· τοῦ πεπρωμένου, σε Ευρ. III. ουδ., ἧσσον, Αττ. ἧττον, ως επίρρ., λιγότερο, σε Ομήρ. Οδ., Θουκ. κ.λπ.· συχνά με άρνηση που προηγείται, οὐχ ἧσσον, οὐδ' ἧσσον, όχι λιγότερο, εξίσου, σε Αισχύλ. κ.λπ.

