LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἔχθος"
- ἔχθος, -εος, τό, I. έχθρα, μίσος, σε Όμηρ. κ.λπ.· ἔχθος τινός, μίσος για κάποιον, αντιπάθεια, απέχθεια, σε Ηρόδ., Θουκ.· ἐς ἔχθος ἀπικέσθαι τινί, προκαλώ το μίσος του ή την έχθρα του, σε Ηρόδ.· εἰς ἔχθος ἐλθεῖν τινι, σε Ευρ. II. λέγεται για πρόσωπα, ὦ πλεῖστον ἔχθος, αντικείμενο μεγίστου μίσους, σε Αισχύλ.

