Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἔκγονος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἔκγονος, -ον (ἐκ-γίγνομαι),· I. αυτός που έχει γεννηθεί από, έχει φυτρώσει από, τινος, σε Όμηρ. II. ως ουσ., τέκνο, παιδί, είτε γιος είτε κόρη, στο ίδ.· και στον πληθ., ἔκγονοι, απόγονοι, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ουδ., ἔκγονά τινος, καρποί, γενιά, βλαστοί, απόγονοι κάποιου, σε Αισχύλ.