LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἐπ-έρχομαι"
- ἐπ-έρχομαι, παρατ. ἐπηρχόμην, αλλά ο Αττ. παρατ. είναι το ἐπῄειν, και μέλ. το ἔπειμι· (εἶμι ibo)· αποθ., με Ενεργ. αόρ. βʹ ἐπῆλθον, Επικ. -ήλῠθον, παρακ. -ελήλυθα· I. α) έρχομαι σε, έρχομαι κοντά, πλησιάζω, έρχομαι ξαφνικά σε, τινι, σε Όμηρ., Ηρόδ.· έρχομαι για να συμβουλευτώ, Λατ. adire aliquem, σε Ευρ. β) με εχθρική σημασία, προχωρώ ή έρχομαι εναντίον, επιτίθεμαι, προσβάλλω, απόλ. ή με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ. κ.λπ.· με αιτ., τὴν τῶν πέλας ἐπ., εισβάλλω σε αυτήν, σε Θουκ.· απ' όπου, πλήττω κάποιον, επιπλήττω, κατακρίνω, αποδοκιμάζω, τινά, σε Ευρ. γ) παρουσιάζομαι για να μιλήσω, στον ίδ., Θουκ.· επίσης ἐπ. ἐπὶ τὸν δῆμον, σε Ηρόδ. 2. α) λέγεται για καταστάσεις, γεγονότα κ.λπ., έρχομαι ξαφνικά, αιφνίδια σε, ὕπνος ἐπήλυθέ τινα ή τινι, σε Ομήρ. Οδ. β) με δοτ. προσ., μου μπαίνει στο μυαλό, ἵμερος ἐπῆλθέ μοι ἐπείρεσθαι, σε Ηρόδ.· ή απρόσ. με απαρ., καί οἱ ἐπῆλθε πταρεῖν, συνέβη σ' αυτόν να φτερνιστεί, στον ίδ. II. λέγεται για χρόνο, έρχομαι, επανέρχομαι, λέγεται για τις εποχές, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως και, νὺξ ἐπῆλθε, στο ίδ. 2. έρχομαι μετά την πρώτη, διαδέχομαι την πρώτη, λέγεται για τη δεύτερη σύζυγο, σε Ηρόδ. III. 1. διασχίζω, περνώ ή συνεχίζω, τραβώ τον δρόμο μου, διέρχομαι, Λατ. obire, με αιτ., σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για ποτάμι, υπερχειλίζω, σε Ηρόδ.· ομοίως και στην Αττ., εισέρχομαι, προχωρώ εντός, επισκέπτομαι, σε Σοφ., Ευρ. 2. ερευνώ, ψάχνω, διαπραγματεύομαι, επεξεργάζομαι, αφηγούμαι, εξιστορώ, διηγούμαι, στον ίδ., Αριστοφ. 3. εκπληρώνω, εκτελώ, θέτω σε εφαρμογή, σε Θουκ.

