LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἐπ-άγω[ᾰ]"
- ἐπ-άγω[ᾰ], μέλ. -ξω, αόρ. βʹ ἐπήγαγον· I. 1. επιφέρω, προκαλώ, προξενώ, εισάγω, σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ.· επιφέρω, τί τινι, σε Ησίοδ., Αττ. 2. α) ρίχνομαι, επιτίθεμαι, πιέζω, προτρέπω έντονα, όπως κάνουν οι κυνηγοί στα κυνηγετικά σκυλιά, σε Ομήρ. Οδ., Ξεν. β) οδηγώ στράτευμα εναντίον εχθρού, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ. 3. οδηγώ με την πειθώ, επηρεάζω, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.· με απαρ., παροτρύνω κάποιον να κάνει κάτι, στον ίδ. 4. εισάγω, καλώ, προσκαλώ ως βοηθούς, συνεργούς ή συμμάχους, σε Ηρόδ., Δημ. 5. φέρνω σε ένα μέρος, εισάγω, οδηγώ μέσα σε, σε Ηρόδ. κ.λπ.· εισάγω, προμηθεύω, (αν)εφοδιάζω, σε Θουκ. 6. εφαρμόζω, βάζω, θέτω, ἐπ. κέντρον ἵπποις, λέγεται για αρματηλάτη ή ηνίοχο, σε Ευρ.· ἔπαγε γνάθον, βάλε τα σαγόνια σου σε αυτό, σε Αριστοφ. 7. προωθώ, προβάλλω, προτείνω ένα μέτρο, σε Θουκ., Ξεν.· ομοίως και, ἐπ. δίκην, γραφήν τινι, Λατ. intendere litem alicui, σε Πλάτ. κ.λπ. 8. φέρνω επιπρόσθετα, προσθέτω, τι, σε Αισχύλ., Αριστοφ.· προσθέτω μέρες στο έτος, σε Ηρόδ. II. 1. Μέσ., προμηθεύομαι ή εφοδιάζομαι, σε Θουκ.· μεταφ., Ἅιδα φεῦξιν ἐπ., επινοώ, μηχανεύομαι, βρίσκω, καταστρώνω σχέδιο αποφυγής του θανάτου, σε Σοφ. 2. λέγεται για πρόσωπα, φέρνω, οδηγώ μέσα στην χώρα, εισάγω ή φέρνω μέσα ως συμμάχους, σε Ηρόδ., Θουκ. 3. καλώ ως μάρτυρα, προσάγω, παρουσιάζω, επικαλούμαι, σε Πλάτ. κ.λπ. 4. προξενώ σε κάποιον, φθόνον, σε Ξεν.· δουλείαν, σε Δημ. 5. φέρνω μαζί μου, προεταιρίζομαι σε Ξεν. 6. παρασύρω, προσηλυτίζω, κερδίζω, παίρνω με το μέρος μου, σε Θουκ.

