Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἐπι-τάσσω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἐπι-τάσσω, Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, I. αναθέτω σε κάποιον ως καθήκον, διατάζω, προστάζω, τί τινι, σε Ηρόδ. κ.λπ.· με δοτ. προσ. και απαρ., διατάζω κάποιον να κάνει κάτι, στον ίδ., Αττ.· απόλ., επιβάλλω διαταγές, σε Θουκ.· τινί, σε κάποιον, σε Σοφ.Παθ. με Μέσ. μέλ. -τάξομαι, αόρ. αʹ -ετάχθην, παρακ. -τέταγμαι· δέχομαι εντολές, υποτάσσομαι σε διαταγές, σε Ευρ., Αριστοφ.· με αιτ. πράγμ., σε Θουκ.· λέγεται για πράγματα, διατάζομαι, προστάζομαι, ὁ στρατὸς ὁ ἐπιταχθεὶς ἑκάστοισι, σε Ηρόδ.· τὰ ἐπιτασσόμενα, οι εντολές που έχουν δοθεί, στον ίδ. II. 1. τοποθετώ δίπλα ή κοντά, στον ίδ., Ξεν.Μέσ., τοὺς ἱππέας ἐπετάξαντο, παρέταξαν δίπλα το ιππικό, σε Θουκ. 2. τοποθετώ πίσω, με γεν., σε Ηρόδ.· απόλ., τοποθετώ ως εφεδρεία, σε Πλούτ.Μέσ., σε Ξεν. 3. διορίζω κάποιον ως αρχηγό, οἱ ἐπιτεταγμένοι, αυτοί που έχουν διορισθεί ως φρουροί ή φύλακες των αμαξών, σε Θουκ.