Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἐπι-πλήσσω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἐπι-πλήσσω, Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, I. πλήττω, χτυπώ, χτυπώ δυνατά, μαστίζω, σε Ομήρ. Ιλ. II. 1. τιμωρώ με τα λόγια, επικρίνω, επιτιμώ, ψέγω, με αιτ., στο ίδ., Πλάτ.· επίσης, με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ. 2. ἐπ. τί τινι, θυμίζω σε κάποιον τα παλιά σφάλματά του, σε Ηρόδ., Αισχύλ.· με αιτ. πράγμ. μόνο, σε Σοφ.