LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἐξ-αιρέω"
- ἐξ-αιρέω, μέλ. -ήσω, αόρ. βʹ ἐξεῖλον, Επικ. ἔξελον, απαρ. ἐξελεῖν — Παθ., παρακ. ἐξῄρημαι, Ιων. -αραίρημαι, σε Ηρόδ.· I. αφαιρώ ένα πράγμα από κάτι άλλο, τί τινος, σε Όμηρ. κ.λπ.· ἔκ τινος, σε Ηρόδ. κ.λπ.· απλώς, εξάγω, βγάζω, νηδύν, στον ίδ. — Μέσ., αφαιρώ κάτι για ιδίαν χρήση, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐξ. τὰ φορτία, εκφόρτωση αυτών, σε Ηρόδ. II. 1. επιλέγω ανάμεσα σε άλλους, εκλέγω, ξεχωρίζω, διαλέγω, σε Όμηρ. κ.λπ. — Μέσ., διαλέγω για τον εαυτό μου, παίρνω ως λεία, στον ίδ. — Παθ., αποδίδω ιδιαίτερη τιμή, τινι, σε κάποιον, σε Θουκ.· ἐξαραιρημένος Ποσειδέωνι, αφιερωμένος σε αυτόν, σε Ηρόδ. 2. παίρνω μέρος από το σύνολο, εξαιρώ, στον ίδ., Αττ. III. 1. διώχνω, εκτοπίζω κάποιον από τη θέση του, σε Ηρόδ., Θουκ. 2. μεταθέτω, μετακινώ, σε Ηρόδ., Αττ. 3. στη Μέσ., αφαιρώ την ζωή από κάποιον, με διπλή αιτ., μινἐξείλετο θυμόν, σε Ομήρ. Ιλ., Αττ.· ή με γεν. προσ., μευ φρένας ἐξέλετο, σε Ομήρ. Ιλ.· σπανίως με δοτ. προσ., στο ίδ. — Μέσ., αφαιρώ κάτι από κάποιον, σε Σοφ. — Παθ., ἐξαιρεθέντες τὸν Δημοκήδεα, έχοντας φύγει από αυτούς, σε Ηρόδ. IV.στη Μέσ., ελευθερώνω, απαλλάσσω, σε Αισχύλ., Δημ. V. 1. βγάζω από τη μέση, εξαφανίζω, αφανίζω, διαλύω, σε Σοφ.· καταστρέφω, συντρίβω μία πόλη, σε Ηρόδ. κ.λπ. 2. φέρνω εις πέρας, εκπληρώνω, πραγματοποιώ, σε Ευρ.

