Αποτελέσματα για: "ἐξ-άγω"
Βρέθηκαν 3 λήμματα [1 - 3]
-
ἐξ-άγω, μέλ. -ξω, αόρ. βʹ -ήγᾰγον· οδηγώ προς τα έξω, I. 1. α) λέγεται για πρόσωπα, φέρνω ή βγάζω έξω από ένα μέρος, σε Όμηρ. κ.λπ.· φέρνω στον κόσμο, σε Ομήρ. Ιλ.· οδηγώ κάποιον προς εκτέλεση, θανάτωση, σε Ηρόδ. β) οδεύω, βηματίζω, προχωρώ σε πορεία (ενν. στρατόν), σε Ξεν.· γενικά, εξέρχομαι, βγαίνω έξω, στον ίδ. 2. διώχνω κάποιον από ιδιοκτησία για την οποία εγείρει αξιώσεις, σε Δημ. κ.λπ. II. λέγεται για εμπορεύματα, εξάγω, σε Αριστοφ. κ.λπ. — Παθ., τὰ ἐξαγόμενα, εξαγώγιμα εμπορεύματα, σε Ξεν. 2. τραβώ, αντλώ νερό, στον ίδ. 3. λέγεται για οικοδομή, τραβώ προς τα έξω, επεκτείνω, σε Θουκ. III. διεγείρω, προκαλώ, δάκρυ, σε Ευρ. — Μέσ., γέλωτα ἐξάγεσθαι, σε Ξεν. IV. δείχνω το δρόμο, οδηγώ, παρασύρω, συναρπάζω, διεγείρω, τινά, σε Ευρ., Θουκ.· και με αρνητική σημασία, παρακινώ, θέτω σε πειρασμό, προκαλώ, δελεάζω, στον ίδ. — Παθ., παρακινούμαι να..., με απαρ., σε Ξεν.
-
ἐξ-ᾰγωνίζομαι, μέλ. Αττ. -ιοῦμαι, αποθ.· διαγωνίζομαι, σε Ευρ.
-
ἐξ-αγώνιος, -ον, αυτός που βρίσκεται εκτός στόχου, άτοπος, άσχετος, σε Λουκ.