LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἐν-θῡμέομαι"
- ἐν-θῡμέομαι, μέλ. -ήσομαι, αόρ. αʹ ἐνεθυμήθην, παρακ. ἐντεθύμημαι (θυμός)· 1. α) βάζω κάτι στο μυαλό μου, μελετώ, εξετάζω καλά, συλλογίζομαι, σκέπτομαι, σταθμίζω, σε Αισχύλ., Θουκ. κ.λπ. β) με γεν., ἐνθυμεῖσθαί τινος, το να σκέπτεται κάποιος πολύ ή βαθιά για κάτι, στον ίδ., σε Ξεν. γ) ακολουθ. από αναφορ., όπως για παράδειγμα το ὅτι, σκέφτομαι, υπολογίζω ότι, σε Αριστοφ. κ.λπ. δ) με μτχ., οὐκ ἐντεθύμηται ἐπαιρόμενος, δεν είχε συνείδηση του ότι επαίρεται, σε Θουκ. 2. παίρνω κάτι κατάκαρδα, πληγώνομαι, οργίζομαι, συγχύζομαι, τι, σε Αισχύλ., Δημ. 3. καταλήγω στη λύση ενός ζητήματος, καταστρώνω σχέδιο, επινοώ, σε Θουκ. 4. εξάγω συμπεράσματα, συνάγω, συμπεραίνω, σε Δημ.

