LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἐμπορία"
- ἐμπορία, Ιων. -ίη, ἡ (ἔμπορος),· I. 1. εμπόριο, συναλλαγή, δοσοληψία, αγοραπωλησία με κέρδος, σε Ησίοδ. κ.λπ. 2. επάγγελμα ή εργασία, σε Κ.Δ., Ανθ. II. εμπόρευμα, σε Ξεν., Δημ.

