LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἐλεέω"
- ἐλεέω, παρατ. ἠλέουν, μέλ. -ήσω, αόρ. αʹ ἠλέησα (ἔλεος)· 1. όπως το ἐλεαίρω· λυπάμαι κάποιον, τον οικτίρω, με αιτ., σε Ομήρ. Οδ., Αττ. — Παθ., συμπονούμαι, οικτίρομαι, δέχομαι οίκτο ή έλεος, σε Πλάτ. 2. απόλ., αισθάνομαι οίκτο, λύπη, σε Αριστοφ.

