Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἐλάσσων"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἐλάσσων, Αττ. -ττων, -ον, γεν. -ονος· I. 1. μικρότερος, λιγότερος, σχημ. από το ἐλαχύς (με υπερθ. ἐλάχιστος, βλ. αυτ.), αλλά χρησιμεύει ως συγκρ. του μικρός, σε Ομήρ. Ιλ.· ἔλασσον ἔχειν, είμαι σε χειρότερη μοίρα, τινί, σε Ηρόδ., Δημ.· ομοίως και, ἐλάττω γίγνεσθαι, σε Αριστοφ. 2. με γεν. προσ., χειρότερος, κατώτερος, υποδεέστερος, σε Θουκ. κ.λπ.· αλλά με γεν. πράγμ., όπως το ἥσσων, αυτός που είναι υποταγμένος σε κάτι, σε Ξεν. 3. ουδ. με προθ., περὶ ἐλάσσονος ποιεῖσθαι, θεωρώ κάτι μικρότερης σημασίας, σε Ηρόδ.· παρ' ἔλαττον ἡγεῖσθαι, σε Πλάτ.· δι' ἐλάττονος, σε μικρότερη απόσταση, από Θουκ. II. λέγεται για αριθμό, λιγότεροι στον αριθμό, οἱ ἐλάσσονες, αυτοί που μειονεκτούν σε αριθμό, σε Ηρόδ., Θουκ. III. ουδ. ἔλασσον ως επίρρ., λιγότερο, σε Αισχύλ. κ.λπ.