Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἐκβολή"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἐκβολή, (ἐκβάλλω), I. 1. ρίψη, ψήφων ἐκβ., άδειασμα των ψήφων έξω από την υδρία, σε Αισχύλ. 2. ρίψη φορτίου στη θάλασσα, στον ίδ. II. εκδίωξη, εξορία, στον ίδ., σε Πλάτ. III. χύσιμο, εκροή, δακρύων, σε Ευρ. IV. γέννηση, παραγωγή· ἐκβ. σίτου, χρόνος κατά τον οποίο σχηματίζεται το στάχυ του σιταριού, σε Θουκ. V. 1. (από αμτβ. σημασία του ἐκβάλλω), έξοδος, διέξοδος, Λατ. exitus, ἐκβ. ποταμοῦ, έξοδος ενός ποταμού που βρίσκεται ανάμεσα σε βουνά, σε Ηρόδ.· ορεινό πέρασμα, στον ίδ.· στόμα ποταμού, σε Θουκ. 2. ἐκβ. λόγου, «παρέκβαση», στον ίδ. VI.1. (από την Παθ.), αυτό που αποβάλλεται, ἐκβ. δικέλλης, αυλακιά της γης ή σκάλισμα από ξινάρι ή τσάπα, σε Σοφ.· οὐρεία ἐκβολή, βρέφη εγκαταλελειμμένα στα βουνά, σε Ευρ. 2. φορτίο που ρίχτηκε στη θάλασσα, ἐκβολαὶ νεώς, ναυαγοί ναύτες, στον ίδ.