LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἐγ-κρᾰτής"
- ἐγ-κρᾰτής, -ές (κράτος,· I. αυτός που κατέχει δύναμη, εξουσία, σε Σοφ. II. αυτός που κρατά γερά, ρωμαλέα, δυνατά, σε Αισχύλ., Σοφ. III. με γεν. πράγμ., αυτός που έχει την εξουσία πάνω σ' ένα πράγμα, ο κύριός του, Λατ. compos rei, σε Ηρόδ., Σοφ.· ναὸς ἐγκρατῆ πόδα, σχοινί που συγκρατεί, ελέγχει το πλοίο, σχοινί του κυριότερου ιστίου του πλοίου, στον ίδ.· ἐγκρατὴς ἑαυτοῦ, αυτός που ορίζει, εξουσιάζει, είναι κύριος του εαυτού του, σε Πλάτ. IV. επίρρ. -τῶς, με χέρι στιβαρό, δυνατό, σε Θουκ.

