LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "Ἀφροδίσια"
- Ἀφροδίσια, -ων, τά, βλ. Ἀφροδίσιος.
- ἀφροδῑσιάζω, μέλ. -άσω, απολαμβάνω τον πόθο για έρωτα, σε Πλάτ., Ξεν.
- Ἀφροδῑσίας, ἡ, ιερό αφιερωμένο στην Αφροδίτη, όνομα νησιού, σε Ηρόδ.

