Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἄ-κρῐτος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἄ-κρῐτος, -ο, I. 1. μη διακρινόμενος, αδιόρατος, συγκεχυμένος, ασύλληπτος, άτακτος, ανάκατος, ακατάστατος, σε Όμηρ.· τύμβος ἄκριτος, ένας κοινός αδιάκριτος, μη ξεχωριστός τάφος, σε Ομήρ. Ιλ. 2. συνεχής, αδιάλειπτος, ἄχεα, στο ίδ.· ουδ. ως επίρρ. πενθήμεναι ἄκριτον αἰεί, σε Ομήρ. Οδ.· ὄρος ἄκρ., συνεχής οροσειρά, σε Ανθ., Βάβρ. II. αναποφάσιστος, αμφίβολος, νείκεα, ἄεθλος, σε Ομήρ. Ιλ.· ἀκρίτων ὄντων, ενώ το αποτέλεσμα ήταν αμφίβολο, σε Θουκ.· επίρρ. ἀκρίτως, χωρίς αποφασιστικό αποτέλεσμα, στο ίδ. 2. αυτό που δεν έχει δικαστεί, κριθεί, λέγεται για πρόσωπα και πράγματα, ἄκριτόν τινα κτείνειν, θανατώνω κάποιον χωρίς να τον δικάσω, Λατ. indicta causa, σε Ηρόδ. κ.λπ. III. Ενεργ., αυτός που δεν παρέχει κρίση ή γνωμάτευση, στον ίδ.· ο χωρίς κρίση, αυτός που δεν μπορεί να κρίνει, ασύνετος, αστόχαστος, τραχύς, ισχυρογνώμων, σε Ευρ.