Αποτελέσματα για: "ἄγαν"
Βρέθηκαν 13 λήμματα [1 - 13]
-
ἄγαν, επίρρ., πολύ, αρκετά, σε μεγάλο βαθμό, σε Θέογν., Αττ.· η λέξη λίην είναι η αντίστοιχη στην Επικ. και Ιων.· με αρνητική σημασία, υπερβολικά πολύ, Λατ. nimis, όπως στο περίφημο ρητό μηδὲν ἄγαν, Λατ. ne quid nimis, τίποτα υπερβολικό σε κανένα πράγμα, σε Θέογν. κ.λπ. (ᾰγᾱν κυρίως, αλλά και ᾰγᾰν, στο Ανθ.).
-
ἀγᾰνακτέω, μέλ. -ήσω (ἄγαν), 1. αισθάνομαι μεγάλη οργή· μεταφ., λυπούμαι, δυσαρεστούμαι, ενοχλούμαι, εξοργίζομαι, αγανακτώ, σε Αριστοφ., Πλάτ.· με δοτ. πράγμ., οργίζομαι, δυσαρεστούμαι με κάτι, στον ίδ.· ἐπί τινι, σε Ισοκρ.· ὑπέρ τινος, διά τι, σε Πλάτ. 2. ενοχλούμαι εξαιτίας ενός προσώπου ή με ένα πρόσωπο· τινί, σε Ξεν.· πρός τινα, σε Πλούτ.· κατά τινος, σε Λουκ.· με αιτ. προσ., ἀγανακτέω τινὰς ἀποθνήσκοντας, είμαι εξοργισμένος με το θάνατό τους, σε Πλάτ.
-
ἀγανάκτησις, -εως, ἡ (ἀγανακτέω), εκνευρισμός, οργή, ερεθισμός· λέγεται για τον ερεθισμό που προκαλείται από την οδοντοφυΐα, σε Πλάτ.· μεταφ., ἀγανάκτησιν ἔχει, παρέχει δίκαιη αφορμή για ενόχληση ή δυσαρέσκεια, σε Θουκ.
-
ἀγανακτητικός, -ή, -όν (ἀγανακτέω), ευέξαπτος, ευερέθιστος, οξύθυμος, αψύς, μεμψίμοιρος, σε Πλάτ.
-
ἀγανακτητός, -ή, -όν, ρημ. επίθ. του ἀγανακτέω, ενοχλητικός, ερεθιστικός, εκνευριστικός, σε Πλάτ.
-
ἀγανακτικός, -ή, -όν = ἀγανακτητικός, σε Λουκ.
-
ἀγάν-νῐφος, -ον (νίφω), καλυμμένος από πολύ χιόνι, σε Ομήρ. Ιλ.
-
ἀγᾰνο-βλέφᾰρος, -ον, αυτός που έχει γλυκά μάτια, γλυκό βλέμμα, σε Ανθ.
-
ἀγᾱνόρειος, ἀγᾱνορία, Δωρ. αντί ἀγην-.
-
ἀγᾰνός, -ή, -όν, ήπιος, γλυκός, μαλακός, πράος, ευγενικός, ήρεμος, λέγεται για πρόσωπα ή για τις πράξεις ή τις λέξεις τους, σε Όμηρ., Πίνδ.· στον Όμηρ., λέγεται για τα βέλη του Απόλλωνα και της Αρτέμιδας, που επέφεραν εύκολο θάνατο· υπερθ. ἀγανώτατος, σε Ησίοδ.· επίρρ. ἀγανῶς, σε Ευρ.
-
ἀγανοφροσύνη, ἡ, ευγένεια, πραότητα, γλυκύτητα, αβρότητα, σε Όμηρ. (αμφίβ. προέλ.).
-
ἀγανό-φρων, -ον, γεν. -ονος (φρήν), ποιητ. επίθ., ευγενικός στους τρόπους, ήπιος, σε Όμηρ.
-
ἀγάνωρ[ᾱ], Δωρ. αντί ἀγήνωρ.