Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀ-σφᾰλής"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀ-σφᾰλής, -ές (σφάλλομαιI. 1. αυτός που δεν υπόκειται σε πτώση, αμετακίνητος, ακλόνητος, σταθερός, θεῶν ἕδος, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ. 2. λέγεται για φίλους και άλλα παρόμοια, πιστός, έμπιστος, σε Σοφ. κ.λπ.· με απαρ., φρονεῖν γὰρ οἱ ταχεῖς οὐκ ἀσφαλεῖς, οι γρήγοροι στις σκέψεις και στις αποφάσεις δεν είναι ασφαλείς, στον ίδ.· παρομοίως, λέγεται για πράγματα, βέβαιος, αναμφίβολος, σε Θουκ. κ.λπ. 3. εξασφαλισμένος από τον κίνδυνο, ακίνδυνος, ασφαλής, αβλαβής, σε Σοφ. κ.λπ.· ἐν ἀσφαλεῖ, σε ασφάλεια, σε Θουκ.· τὸ ἀσφαλές = ἀσφάλεια, στον ίδ.· ἀσφαλές (ἐστι), με απαρ., είναι ασφαλές να..., σε Αριστοφ. 4. ἀσφαλὴς ῥήτωρ, ο πειστικός ομιλητής, στον ίδ. II. Επικ. επίρρ., ἀσφαλέως ἔχειν ή μένειν, είμαι ή παραμένω ασφαλής, σταθερός, αμετακίνητος, σε Όμηρ.· ομοίως, ουδ. ἀσφαλές ως επίρρ., στον ίδ.· ἀσφαλέως ἀγορεύει, χωρίς διακοπές, συνεχώς, σε Ομήρ. Οδ.· ἔμπεδον ἀσφαλέως, ανεμπόδιστα, σταθερά, σε Όμηρ.· με περισσότερη επίταση, ἔμπεδον ἀσφαλὲς ἀεί, σε Ομήρ. Ιλ. III. Αττ., επίρρ. ἀσφαλῶς, με όλες τις σημασίες του επιθ., με ασφάλεια, με τη βεβαιότητα, σε Σοφ.· συγκρ. -έστερον, σε Ηρόδ., Πλάτ.· υπερθ. -έστατα, στον ίδ.