LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἀτῑμόω"
- ἀτῑμόω, μέλ. -ώσω, αόρ. αʹ ἠτίμωσα, παρακ. ἠτίμωκα — Παθ. παρακ. ἠτίμωμαι, αόρ. αʹ ἠτιμώθην· ατιμάζω, διαφθείρω, σε Αισχύλ. — Παθ., υποφέρω ατίμωση ή ταπείνωση, σε Ηρόδ., Αισχύλ., Ευρ. II. στην Αθήνα, τιμωρώ με ἀτιμίαν, Λατ. aerarium facere, σε Αριστοφ., Ρήτ.

