LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἀπ-εχθάνομαι"
- ἀπ-εχθάνομαι, παρατ. ἀπηχθανόμην, μέλ. ἀπεχθήσομαι, παρακ. ἀπήχθημαι, αόρ. βʹ ἀπηχθόμην, ἀπήχθετο, υποτ. ἀπέχθωμαι, απαρ., ἀπεχθέσθαι· Παθ.· I. είμαι μισητός, προκαλώ, επισύρω το μίσος, σε Ομήρ. Οδ.· με δοτ. προσ., είμαι ή γίνομαι μισητός σε κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· ἀπεχθάνομαι πρός τινα, είμαι μισητός στα μάτια του, σε Ευρ.· με δοτ. πράγμ., είμαι μισητός για κάτι, σε Πλάτ. II. Αποθ., με μτβ. σημασία, λόγοι ἀπεχθανόμενοι, λόγια που προκαλούν μίσος, σε Ξεν.

