LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἀνδράποδον"
- ἀνδράποδον[δρᾰ], τό, Επικ. δοτ. πληθ. ἀνδραπόδεσσι, I. κάποιος που αιχμαλωτίστηκε στον πόλεμο και πουλήθηκε ως δούλος, αιχμάλωτος, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ. II. γενικά, δούλος, δουλικός ή δουλοπρεπής άνθρωπος, σε Πλάτ., Ξεν. (αμφίβ. προέλ.).