LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἀνα-πίμπλημι"
- ἀνα-πίμπλημι, μέλ. -πλήσω, I. 1. γεμίζω, πληρώ, Λατ. explere, Επιγρ. παρά Λουκ. 2. μεταφ., πότμον ἀναπλήσαντες, έχοντας εκπληρώσει το απόλυτο μέτρο δυστυχίας, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, ἀναπλῆσαι οἶτον, κακά, ἄλγεα, κήδεα, σε Όμηρ., Ηρόδ. κ.λπ. II. με γεν. πράγμ., γεμίζω ένα πράγμα, σε Αριστοφ. κ.λπ. 2. με σημασία μιάσματος, μόλυνσης, ὡς πλείστους ἀναπλῆσαι αἰτιῶν, σε Πλάτ.· ομοίως Παθ., είμαι μολυσμένος με ασθένεια, σε Θουκ., Πλάτ.

