LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἀνα-κρίνω[ῑ]"
- ἀνα-κρίνω[ῑ], μέλ. -κρῐνῶ, I. 1. εξετάζω προσεκτικά, ανακρίνω, ερωτώ, τινά, σε Θουκ., Πλάτ. 2. ζητώ πληροφορίες για ένα γεγονός, σε Αντιφ. — Μέσ., σε Πίνδ. II. χρησιμοποιείται στην Αθήνα με τεχνική σημασία: 1. εξετάζω τους άρχοντες ως προς την καταλληλότητα των προσόντων τους, σε Δημ. 2. λέγεται για τους δικαστικούς άρχοντες, ανακρίνω τα πρόσωπα που σχετίζονται με μια δίκη, ώστε να προετοιμαστεί η διαδικασία της, προεξετάζω, στον ίδ. III. Μέσ., ἀνακρίνεσθαι πρὸς ἑαυτούς, διαπληκτίζεται ο ένας με τον άλλο, σε Ηρόδ.

