Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀνάδαστος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀνάδαστος, -ον, I. αναδιανεμημένος, ανακατανεμημένος, ἀν. γῆν ποιεῖν (πρβλ. ἀναδασμός), σε Πλούτ. II. ἀν. ποιεῖν τι, μεταβάλλει, ακυρώνει, σε Λουκ.