LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἀμφότερος"
- ἀμφότερος, -α, -ον (ἄμφω), 1. ο καθένας ή και οι δύο, Λατ. uterque, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ. 2. ουδ. ἀμφότερον, ως επίρρ.· ἀμφότερον βασιλεύς τ' ἀγαθός, κρατερός τ' αἰχμητής, μαζί και βασιλιάς και γενναίος πολεμιστής, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως στο ουδ. πληθ., ἀμφότερα μένειν πέμπειν τε, σε Αισχύλ. 3. κατ' ἀμφότερα, σε δύο πλευρές, εκατέρωθεν, utrinque, σε Ηρόδ.· ἐπ' ἀμφότερα, με δύο τρόπους, in utranque partem, στον ίδ.· ἀμφοτέραις, Επικ. -ῃσι (ενν. χερσί), σε Ομήρ. Οδ.· ἐπ' ἀμφοτέρων βεβᾰκώς (ενν. ποδῶν), σε Θεόκρ.

