LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἀμφοτέρωθεν"
- ἀμφοτέρωθεν,επίρρ., 1. από ή σε δύο πλευρές, utrinque, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ. 2. στις δύο άκρες, σε Ομήρ. Οδ.

