Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "χρηστήριον"

Βρέθηκε 1 λήμμα
χρηστήριον, τό[χράω (Γ) I.]. I. χρησμός· 1. έδρα μαντείου, όπως είναι οι Δελφοί, σε Ομηρ. Ύμν., Ηρόδ., Ευρ.· σε πληθ. αντί ενικ., σε Αισχύλ. 2. απάντηση χρησμού, μαντική απάντηση, σε Ηρόδ., Τραγ. II. προσφορά ή δώρα προς το μαντείο, που γίνεται από αυτούς που το συμβουλεύονται· γενικά, θύμα θυσίας, χρηστήριον θέσθαι, σε Πίνδ., Αισχύλ.· θύμα, θυσία, σε Σοφ.