
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "χλαινα"
- χλαῖνα, Ιων. χλαίνη, -ης, ἡ, Λατ. laena, μεγάλο τετράγωνο ένδυμα που φοριόταν από πάνω, μανδύας, χιτώνας, σε Όμηρ.· ήταν φτιαγμένο από μαλλί και φοριόταν πάνω από τον χιτῶνα πέφτοντας πάνω στους ώμους, και ενωνόταν με μια καρφίτσα ή πόρπη (περόνη)· ονομαζόταν επίσης φᾶρος, σε Όμηρ., και στα μεταγεν. ελληνικά ἱμάτιον, Λατ. pallium. (αμφίβ. προέλ.).