LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "φῐλό-δωρος"
- φῐλό-δωρος, -ον (δῶρον), I. αυτός που αγαπά να δίνει, γενναιόδωρος, σε Ξεν. II. λέγεται για πράγματα, άφθονος, σε Δημ.

