LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "φράτρα"
- φράτρα, ἡ, Ιων. φρήτρη, Δωρ. πάτρα, Αττ. φρατρία, επίσης φατρία και φάτρα, I. αδελφότητα· σε Όμηρ., άνθρωποι της ίδιας φυλής, φυλή, γενιά· κρῖν' ἄνδρας κατὰ φρήτρας, ὡς φρήτρη φρήτρῃφιν ἀρήγῃ, διαλέγω άντρες κατά φυλές, ώστε να βοηθά η μια φυλή την άλλη, σε Ομήρ. Ιλ. II. στην Αθήνα, η φατρία ήταν διαίρεση της φυλῆς, όπως στη Ρώμη η curia της tribus, σε Ισοκρ. κ.λπ.· κάθε φυλή αποτελείται από τρεις φρατρίας, τα μέλη των οποίων καλούνταν φράτερες ή φράτορες (όπως αυτοί από τη φυλή ήταν οι φυλέται)· κάθε φρατρία περιείχε τριάντα γένη· ομοίως και σύμφωνα προς τη σύσταση του Σόλωνα η Αθήνα είχε δώδεκα φρατρίας και τριακόσια εξήντα γένη ή παλιές αριστοκρατικές οικογένειες (από την ίδια ρίζα, όπως Λατ. frāter).

