LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "τέθηπα"
- τέθηπα (√ΘΑΠ), παρακ. με σημασία ενεστ. (κανονικός ενεστ. δεν υπάρχει), Επικ. υπερσ. ἐτεθήπεα, ως παρατ. I. 1. αμτβ., μένω έκθαμβος, κατάπληκτος, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.· ως επί το πλείστον στην μτχ. τεθηπώς, έκπληκτος, έκθαμβος, σε Ομήρ. Ιλ.· εδώ ανήκει επίσης και ο αόρ. βʹ ἔτᾰφον, ο οποίος χρησιμοποιείται από τον Όμηρ. μόνο στη μτχ. τᾰφών, στις φράσεις ταφὼν ἀνόρουσε, στῆ δὲ ταφών· αλλά γʹ ενικ. τάφε (αντί ἔτᾰφε), απαντά σε Πίνδ.· και αʹ ενικ. ἔταφον, σε Αισχύλ. 2. με αιτ., θαυμάζω ή μένω έκπληκτος προς κάτι, σε Λουκ.

