LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "συν-εῖπον"
- συν-εῖπον, αόρ. βʹ του συναγορεύω ή του σύμφημι· 1. μιλώ με κάποιον, επιβεβαιώνω όσα λέει κάποιος, συμφωνώ, σε Ισοκρ.· συμφωνώ με, τινι, σε Ξεν. 2. συνηγορώ υπέρ κάποιου, τον υπερασπίζομαι, σε Δημ.· γενικά, βοηθώ, προάγω, υποστηρίζω, σε Ισοκρ. 3. λέω, εκφράζω, διατυπώνω από κοινού, σε Ευρ.

