LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "συν-επιλαμβάνομαι"
- συν-επιλαμβάνομαι, I. 1. Μέσ., συμμετέχω σε κάτι, λαμβάνω μέρος σε κάτι από κοινού με άλλους, συνεπικουρώ, με γεν. πράγμ., σε Ηρόδ., Θουκ.· συνεπιλαμβάνομαί τινί τινος, συμβάλλω από κοινού σε κάτι ή βοηθώ κάποιον σε κάτι, συνεργώ, συμπράττω, σε Λουκ.· συνεπιλαμβάνομαί τινι τοῦ φόβου, συμβάλω στην αύξηση του φόβου, σε Θουκ. 2. με γεν. προσ., παίρνω το μέρος κάποιου, τον υποστηρίζω ή τον υπερασπίζομαι, σε Πλούτ. II. Ενεργ. με την ίδια σημασία, λόγῳ καὶ ἔργῳ συνεπιλαμβάνειν τινί, λαμβάνω μέρος σε κάτι από κοινού με κάποιον τόσο στα λόγια όσο και στα έργα, σε Θουκ.

