LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "συν-ίημι"
- συν-ίημι, Αττ. ξυν-, βʹ πρόσ. -ίης· γʹ ενικ. και πληθ. -ιεῖ, -ιοῦσι· προστ. ξυνίει· γʹ ενικ. υποτ. -ίῃ· απαρ. -ιέναι, Επικ. -ῑέμεν· μτχ. -ιείς· παρατ. συνίην ή -ίειν· γʹ πληθ. ξυνίεσαν, Επικ. ξύνιεν· μέλ. συνήσω, αόρ. αʹ συνῆκα, Επικ. ξυνέηκα· προστ. αορ. βʹ σύνες, μτχ. συνείς· — Μέσ., γʹ ενικ. αορ. βʹ ξύνετο, αʹ πληθ. υποτ. συνώμεθα· I. 1. οδηγώ ή στέλνω μαζί σε σύγκρουση, με εχθρική σημασία, όπως το Λατ. committere· ἔριδι ξυνέηκε μάχεσθαι, σε Ομήρ. Ιλ. 2. Μέσ., έρχομαι ή καταλήγω στο ίδιο σημείο, έρχομαι σε συμφωνία, στο ίδ. II. 1. μεταφ., αντιλαμβάνομαι, ακούω, με αιτ. πράγμ., σε Όμηρ. κ.λπ. 2. αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω, εννοώ· ξυνίημι ἀλλήλων, καταλαβαίνω τη γλώσσα των άλλων, την ξένη γλώσσα, σε Ηρόδ.· κατά κανόνα με αιτ. πράγμ., στον ίδ., Αττ.· απόλ., τοῖς ξυνεῖσι, σε αυτούς πουυ καταλαβαίνουν, στους νοήμονες, στους εχέφρονες, σε Θέογν.

