Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "σοβέω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
σοβέω, μέλ. -ήσω (σοῦ, σοῦI. 1. εκφοβίζω, διώχνω πουλιά, σε Αριστοφ. κ.λπ. 2. γενικά, απομακρύνω, αποδιώχνω, εκδιώκω, σε Ξεν. II. κινώ ορμητικά, γρήγορα, πόδασοβεῖν, για τον χορό, σε Αριστοφ.· μεταφ., στην Παθ., είμαι πολύ συγκινημένος, νιώθω σφοδρή ταραχή, ταράζομαι, σε Ανθ., Πλούτ. III. αμτβ., βαδίζω με τρόπο πομπώδη, περπατώ καμαρωτός, κινούμαι θορυβωδώς, σε Δημ., Πλούτ.· σόβει ἐς Ἄργος, τράβα στο Άργος, πήγαινε γρήγορα, σε Λουκ.