LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "προ-κινδῡνεύω"
- προ-κινδῡνεύω, μέλ. -σω, διακινδυνεύω πριν από τους άλλους, είμαι θαρραλέος στον πρώτο κίνδυνο, είμαι αυθεντικός στη βιαιότητα της μάχης, σε Θουκ., Δημ.· τῷβαρβάρῳ, ενάντια στους βάρβαρους, σε Θουκ.

