LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "προσ-παίζω"
- προσ-παίζω, μέλ. -παίξομαι, αόρ. αʹ -έπαισα και -έπαιξα· I. 1. παίζω ή διασκεδάζω με, τινί, σε Ξεν., Πλάτ. 2. απόλ., παίζω, αστειεύομαι, σε Πλάτ. II. 1. με αιτ., προσπαίζω θεούς, τραγουδώ, άδω προς τιμήν των θεών, ὕμνον πρ. τὸν Ἔρωτα, ψάλλω ύμνο προς τιμή του Έρωτα, στον ίδ. 2. αστειεύομαι, πειράζω, ειρωνεύομαι, στον ίδ.

