LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "προετικός"
- προετικός, -ή, -όν (προΐημι), εύκολος στο να δίνει, αυτός που δίνει με αφθονία, άφθονος, πλούσιος, σε Ξεν. κ.λπ.· προετικός τινι, αυτός που παρέχει αφθονία σε..., σε Αριστ.· επίρρ. -κῶς, στον ίδ.

