Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ποριστικός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ποριστικός, , -όν (πορίζω), ικανός να προσφέρει, σε Ξεν.