Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πολιτεύω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
πολῑτεύω, μέλ. -σω (πολίτης
Α. 1.
ζω ως πολίτης ή ελεύθερος πολίτης, ζω σε ελεύθερο κράτος, σε Θουκ. κ.λπ. 2. έχω συγκεκριμένο τρόπο διοίκησης, ασκώ τη διοίκηση της κυβέρνησης, στον ίδ.Παθ., λέγεται για το κράτος, κυβερνώμαι, σε Πλάτ., Ξεν. κ.λπ.· τὰ αὐτοῖς πεπολιτευμένα, τα μέτρα της διοίκησής τους, σε Δημ. Β. συνήθως ως αποθ., μέλ. πολιτεύσομαι· Μέσ. αόρ. αʹ ἐπολιτευσάμην, και Παθ. ἐπολιτεύθην· παρακ. πεπολίτευμαι· I. όπως το Ενεργ., είμαι ελεύθερος πολίτης, ζω με αυτό τον τρόπο, σε Ξεν. κ.λπ. II. 1. λαμβάνω μέρος στη διακυβέρνηση, σε Θουκ., Δημ.· ανακατεύομαι με τα πολιτικά, σε Πλάτ. 2. με αιτ., διοικώ ή κυβερνώ, σε Δημ.· πολιτεύω πόλεμον ἐκ πολέμου, καθιστώ το συνεχή πόλεμο αρχή της πολιτικής κυβερνήσεως, σε Αισχίν.· απόλ., διαχειρίζομαι την κυβέρνηση, σε Αριστοφ., Δημ.· οἱ πολιτευόμενοι, οι κυβερνώντες, σε Δημ. III. έχω συγκεκριμένο τύπο διακυβέρνησης, σε Πλάτ., Αισχίν.