Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "περι-οράω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
περι-οράω, παρατ. περιεώρων, Ιων. παρακ. περιεόρᾱκα· μέλ. -όψομαι, Παθ. παρακ. -ῶμμαι, αόρ. αʹ Παθ. -ώφθην, αόρ. βʹ περιεῖδον· αντί παρακ. περίοιδα, βλ. αυτ.· επιθεωρώ, παραβλέπω, δηλ. επιτρέπω, ανέχομαι, I. 1. κυρίως με μτχ., ἢν τούτους περιίδῃς διαρπάσαντας, εάν ανεχτείς, εάν επιτρέψεις σε αυτούς να αρπάξουν..., σε Ηρόδ.· μὴ περιιδεῖν τὴν ἡγεμονίην αὖτις ἐς Μήδους περιελθοῦσαν, στον ίδ. κ.λπ.· ταῦτα περιιδεῖν γιγνόμενα, σε Δημ.· αλλά, εἰ ὑμᾶς τοὺς ἐναντιουμένους περιίδοιμεν, αν παραβλέψουμε την αντίθεσή σας, σε Θουκ. 2. με απαρ., περιιδόντες τοὺς Πέρσας ἐσελθεῖν, ανεχτήκαμε να εισχωρήσουν αυτοί, σε Ηρόδ. κ.λπ.· με παράλειψη του απαρ., οὐκ ἄν με περιεῖδες (ποιέειν), στον ίδ.· περιοράω τὴν ὕβριν, σε Ξεν. II. περιμένω, τὸ μέλλον περιιδεῖν, σε Θουκ. III. 1. Μέσ., εξετάζω πριν να πράξω κάτι, παρατηρώ την πορεία των πραγμάτων, αγρυπνώ και περιμένω, στον ίδ. 2. με γεν., βλέπω τριγύρω με προσοχή, προστατεύω, προφυλάσσω, στον ίδ.