LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "παρ-εισφέρω"
- παρ-εισφέρω, I. εισάγω ως συμπλήρωμα, παρεισφέρω νόμον, εισάγω νέο νόμο για να αντικαταστήσει τον παλιό, Λατ. subrogare, σε Δημ. II. εφαρμόζω επιπλέον, σε Κ.Δ.

