LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "οἰκέτης"
- οἰκέτης, -ου, ὁ (οἰκέω), οικιακός δούλος, υπηρέτης, σε Ηρόδ., Αττ.· οἱοἰκέται, Λατ. familia, η οικογένεια κάποιου, οι γυναίκες και τα παιδιά, σε Ηρόδ., Αττ.· σε αντίθ. προς το οἱ δοῦλοι, σε Πλάτ.