Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "μολπή"

Βρέθηκαν 3 λήμματα [1 - 3]
μολπή, (μέλπω),· 1. τραγούδι και χορός, ύμνος ή τραγούδι που συνοδεύεται από ρυθμικές κινήσεις, προς τιμήν κάποιου θεού ή για ψυχαγωγία, σε Όμηρ.· έπειτα, γενικά, παιχνίδι, άθλημα, λέγεται για ένα παιχνίδι με μπάλα (σφαίρα), σε Ομήρ. Οδ. 2. η τέχνη του τραγουδιού, τραγούδι, σε αντίθ. προς τον χορό, σε Όμηρ., Τραγ.
μολπηδόν, επίρρ., σαν τραγούδι, τραγουδιστά, σε Αισχύλ.
μολπῆτις, Δωρ. -ᾶτις, -ιδος, , αυτή που τραγουδάει και χορεύει, σε Ανθ.