
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "μολπή"
- μολπή, ἡ (μέλπω),· 1. τραγούδι και χορός, ύμνος ή τραγούδι που συνοδεύεται από ρυθμικές κινήσεις, προς τιμήν κάποιου θεού ή για ψυχαγωγία, σε Όμηρ.· έπειτα, γενικά, παιχνίδι, άθλημα, λέγεται για ένα παιχνίδι με μπάλα (σφαίρα), σε Ομήρ. Οδ. 2. η τέχνη του τραγουδιού, τραγούδι, σε αντίθ. προς τον χορό, σε Όμηρ., Τραγ.
- μολπηδόν, επίρρ., σαν τραγούδι, τραγουδιστά, σε Αισχύλ.
- μολπῆτις, Δωρ. -ᾶτις, -ιδος, ἡ, αυτή που τραγουδάει και χορεύει, σε Ανθ.