LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "μνησῐκᾰκέω"
- μνησῐκᾰκέω, μέλ. -ήσω, I. θυμάμαι τις αδικίες ή το κακό που μου έκανε κάποιος, θυμάμαι περασμένες τραυματικές εμπειρίες, σε Ηρόδ., Δημ.· οὐ μνησικακῶ, δεν κρατώ κακία, προσφέρω αμνηστία, σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.· με δοτ. προσ. και γεν. πράγμ., μνησικακῶ τινί τινος, τρέφω μνησικακία, έχθρα εναντίον κάποιον για κάτι, σε Ξεν. II. με αιτ. πράγμ., τὴν ἡλικίαν μνησικακῶ, υπενθυμίζω σε κάποιον τις συμφορές των γηρατειών του, σε Αριστοφ.

