LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "μηχᾰνάομαι"
-
μηχᾰνάομαι (μηχανή)·
Α. Ιων. -έομαι, μέλ. -ήσομαι, αόρ. αʹ ἐμηχανησάμην, παρακ. μεμηχάνημαι· Επικ. τύποι, βʹ πληθ. μηχανάασθε, γʹ πληθ. ενεστ. και παρατ. μηχανόωνται, -ωντο, γʹ ενικ. ευκτ. μηχανόῳτο, απαρ. -άασθαι, αποθ.· όπως το Λατ. machinari, I. 1. κάνω (κάτι) με τέχνη, συναρμολογώ, χτίζω, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.· γενικά, προετοιμάζω, ετοιμάζω, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ. 2. επινοώ, μηχανεύομαι, με τέχνασμα ή δόλο, σε Όμηρ. κ.λπ.· επίσης, απλώς, προκαλώ, έχω ως αποτέλεσμα, σε Ηρόδ., Αττ.· αμτβ., καταστρώνω σχέδια, σε Ομήρ. Οδ.· με αιτ. και απαρ., επινοώ ώστε να κάνω ή να μπορεί να γίνει κάτι, σε Ξεν. II. Μέσ., προμηθεύομαι για τον εαυτό μου, σε Σοφ., Ξεν. Β. το Ενεργ. μηχανάω χρησιμ. από τον Όμηρ. μόνο στην Επικ. μτχ., ἀτάσθαλα μηχανόωντας, επινοώντας ολέθρια αποτελέσματα, σε Ομήρ. Οδ., και από τον Σοφ. στο απαρ. μηχανᾶν· αλλά ο παρακ. μεμηχάνημαι χρησιμοποιείται με Παθ. σημασία από τον Ηρόδ. και στους Αττ.· επίσης με Ενεργ. σημασία, σε Πλάτ., Ξεν.

