LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "μετ-οικέω"
- μετ-οικέω, μέλ. -ήσω, I. αλλάζω κατοικία, μετακινούμαι σε άλλον τόπο, με αιτ. του τόπου, σε Ευρ.· με δοτ. του τόπου, εγκαθίσταμαι, σε Πίνδ. II. αμτβ., είμαι μέτοικος ή κάτοικος, κατοικώ σε ξένη πόλη, σε Ευρ., Αριστοφ. κ.λπ.

