LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "μειον-εκτέω"
- μειον-εκτέω (ἔχω), μέλ. -ήσω, έχω πάρα πολύ λίγα χρήματα, είμαι φτωχός, σε Ξεν.· επιδεινώνομαι, χειροτερεύω, στον ίδ.· με γεν. πράγμ., έχω έλλειψη ενός πράγματος, στον ίδ.

