Αποτελέσματα για: "μέτ-ειμι"
Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
-
μέτ-ειμι (εἰμί, sum), I. βρίσκομαι, είμαι ανάμεσα, με δοτ. πληθ., σε Όμηρ.· αμτβ., οὐ παυσωλὴ μετέσσεται, δεν θα έχω κανένα διάλειμμα ή ανάπαυση, σε Ομήρ. Ιλ. II. 1. απρόσ., μέτεστί μοί τινος, έχω μερίδιο ή αξίωση για ένα πράγμα, σε Ηρόδ., Αττ.· ομοίως, το ουδ. της μτχ. χρησιμ. ως αμτβ., οὐδὲν Αἰολεῦσι μετεὸν τῆς χώρης, από τότε που οι Αιολείς δεν είχαν μερίδιο στη γη, σε Ηρόδ. 2. κάποιες φορές το μερίδιο προστίθεται σε ονομ., μέτεστι πᾶσι τὸ ἴσον, σε Θουκ.· ἐμοὶ τούτων οὐδὲν μέτεστι, σε Πλάτ.
-
μέτ-ειμι, Αττ. μέλ. του μετέρχομαι, παρατ. μετῄειν· Επικ. μτχ. αόρ. αʹ μετεισάμενος· I. πηγαίνω μεταξύ ή ανάμεσα σε άλλους, σε Ομήρ. Ιλ. II. 1. πηγαίνω κατόπιν ή πίσω, ακολουθώ, στο ίδ., Ξεν. 2. με αιτ., πηγαίνω στο κατόπι, πηγαίνω σε αναζήτηση, καταδιώκω, σε Αισχύλ., Θουκ. 3. καταδιώκω με εκδικητική διάθεση, σε Αισχύλ., Θουκ. δίκας μέτειμί τινα (όπου το δίκας είναι σύστ. αντ.), εκτελώ δικαστική απόφαση για κάποιον, σε Αισχύλ. 4. στοχεύω, πηγαίνω για μια δουλειά, σε Ευρ. 5. μέτειμί τινα θυσίαις, πλησιάζω κάποιον με θυσίες, σε Ηρόδ.· με αιτ. και απαρ., ἕνα ἕκαστον μετῄεσαν μὴ ἐπιτρέπειν, επεδίωκαν, προσπαθούσαν να μην επιτρέπουν σε κάθε έναν, σε Θουκ. III. περνώ από ένα μέρος σε άλλο, σε Θουκ.